αφατρίαστος

αφατρίαστος
-η, -ο
αυτός που δεν ανήκει σε φατρία ή σε κόμμα, αυτός που δεν εξυπηρετεί κομματικά συμφέροντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φατριάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Αθ. X. Ροντήρη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αφατρίαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε φατριάζει, δεν κομματίζεται: Η άσκηση των καθηκόντων του ήταν πάντα αφατρίαστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”